-
1 μόριο(ν)
τό1) частица, частичка;τα μόρια της σκόνης — частицы пыли;
2) анат. часть (организма);τα μαλακά μόρια τού σώματος — мягкие части тела;
3) физ. молекула;4) πλ. физ. частицы;φορτισμένα μόρια — заряжённые частицы;
στοιχειώδη μόρια — элементарные частицы;
5) грам, частица -
2 μόριο(ν)
τό1) частица, частичка;τα μόρια της σκόνης — частицы пыли;
2) анат. часть (организма);τα μαλακά μόρια τού σώματος — мягкие части тела;
3) физ. молекула;4) πλ. физ. частицы;φορτισμένα μόρια — заряжённые частицы;
στοιχειώδη μόρια — элементарные частицы;
5) грам, частица -
3 μόριο
[морио] ουσ. о. частица,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μόριο
-
4 μόριο
[морио] ουσ ο частица. (φυσ) молекула. -
5 μόριο
molekül, zerre -
6 μόριο
1) molécule2) particule -
7 μόριο
1) cząsteczka (f) rzecz.2) cząstka (f) rzecz.3) drobina (f) rzecz.4) partykuła (f) rzecz. -
8 μόριο
1) částečka2) částice -
9 μόριο
particleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μόριο
-
10 вона
μόριο,1. βλ. вон 2 (2 σημ.)2. (μόριο θαυμ.) πωπώ! -
11 -то
μόριο1. (χρησιμοποιείται για υπογράμμιση της λ. στην πρόταση)• ακριβώς•этого-то и хотел αυτό ακριβώς και ήθελα.
2. (αόριστο μόριο που μπαίνει μετά από τις αόριστες αντωνυμίες και επιρρήματα)•кто-то κάποιος•
что-то κάτι (τι)•
когда-то κάποτε•
где-то κάπου.
3. (σημαίνει κάτι αόριστο, που αντικατασταίνει το συγκεκριμένο)•когда? -то когда-то πότε; -то κάποτε•
какой? -то какой-то ποιος; -то κάποιος• (το ίδιο και με άλλες αόριστες αντωνυμίες).
-
12 то-то
μόριο1. αυτό είναι το βασικό, το σοβαρό, η ουσία• το ουσιώδες• ακριβώς. || επιτακτικό μόριο• πρόσεξε, κοίταξε, έχε το νου σου•то-то помни βάλ το καλά στο νου σου (μην το ξεχάσεις).
2. (εκφράζει ικανοποίηση, συμφωνία ή υπακοή)• ναι, μάλιστα (ως απάντηση).3. να γιατί• γι αυτό.4. (εκφράζει κάτι το ανώτερο)• να τι• να ποιο.εκφρ.(вот) то-то и оно; (вот) то-то и есть – (να) αυτό είναι ακριβώς, πραγματικά, ουσιαστικά. -
13 άς
1) (при побуждении) пусть; давай(те); ας τραγουδήσουμε давайте споём; άς έρθει όποτε θέλει пусть придёт, когда хочет; άς είναι пусть (будет); ας ερχόταν κι' ο Πέτρος пусть бы приходил и Пётр; ας υποθέσουμε ότι... допустим, предположим, что...; άς γίνει ό, τι γίνει пусть будет, что будет; 2) (при выражении пожелания, желания): ας είχα κι' εγώ (или καί γώ) ένα παιδί! если бы у меня был ребёнок!; άς μην τον έβλεπα μπροστά μου лучше бы он не попадался мне на глаза; 3) если; пусть только; άς ήσουν φρόνιμος, να σούδινα γλυκό если бы ты был послушным, я бы тебе дала варенья; άς αλλάξουν τα πράματα και τότε τού δείχνω пусть только изменятся обстоятельства, тогда я ему покажу; 4) (при обознач, времени) когда; пусть; άς έρθει και βλέπουμε когда приедет, тогда посмотрим; άς πέσει ο ήλιος και πάμε περίπατο пусть зайдёт солнце, тогда пойдём погуляем -
14 δα
1) (для выражения усиления): а) (при согласии, отказе): ναί δα! ну да!, конечно!; όχι δα! ну, нет!, э, нет, не думаю!; έ όχι δα как бы не так!; б) (при побуждении) ну, ну же; χορεύετε, δα και λίγο, μόνο τραγουδάτε потанцуйте немного, а то вы только поёте; в) (при уточнении) вот именно, как раз; τούτος δα вот этот, именно этот; αυτό δα λέμε και εμείς и мы говорим то же самое; στάσου εδώ δα стой вон тут!; τώρα δα а) сейчас же, именно сейчас!; б) только что; 2) (для смягчения при осужде- нии, иронии, при уступке): είναι δα κι' αυτός μπερμπάντης он тоже не безгрешен; καλά δα ну, ладно, ну, хорошо; καλά δα ξέρουμε πώς είσαι έξυπνος ладно, мы знаем, что ты умный; καλά δα, μη θυμώνεις, αστειεύτηκα ладно, не сердись, я пошутил; 3) (при выражении удивления, возмущения): να δα η ώρα να μας ζητάει και ρέστα он ещё и в претензии!; 4) (для обознач. маленьких размеров): τόσος δα вот такой (маленький); вот такусенький (разг); § αυτό δα μάς έλειπε нам только этого не хватало -
15 δη
μόριο уст.:καί δη — особенно, в особенности
-
16 δήττοτε
-
17 είθε(ς)
μόριο о, если бы, пусть бы; лучше бы;είθε(ς) να ήταν έτσι! — о, если бы было так!;
είθε(ς) να επιτύχει! — пусть ему сопутствует успех!;
είθε(ς) να μην είχα γεννηθεί — лучше бы мне не родиться на свет!;
είθε(ς) να μην ήρχετο ποτέ — лучше бы он никогда не приходил!;
είθε! быть по сему!, пусть будет так! -
18 είθε(ς)
μόριο о, если бы, пусть бы; лучше бы;είθε(ς) να ήταν έτσι! — о, если бы было так!;
είθε(ς) να επιτύχει! — пусть ему сопутствует успех!;
είθε(ς) να μην είχα γεννηθεί — лучше бы мне не родиться на свет!;
είθε(ς) να μην ήρχετο ποτέ — лучше бы он никогда не приходил!;
είθε! быть по сему!, пусть будет так! -
19 ήτοι
μόριο то есть -
20 λογάτε
μόριο обл итак, следовательно
См. также в других словарях:
μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… … Dictionary of Greek
μόριο — το 1. (χημ.), το ελάχιστο σωματίδιο της ύλης που μπορεί να υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση, το οποίο δεν μπορεί να διαιρεθεί περισσότερο παρά μόνο με χημικά μέσα. 2. (γραμμ.), μονοσύλλαβες λέξεις που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα μας με διάφορες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάου — (μόριο) αποδίδει το αλύχτημα του σκύλου, γαβ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
θα — (μόριο) 1. δηλώνει κάτι που πρόκειται να γίνει στο μέλλον («θα γράψω») 2. δηλώνει δυνητική διάθεση («θα έγραφα, αν είχα καιρό») 3. δηλώνει κάτι το πιθανό («κάτι θα τού έτυχε, γι* αυτό δεν ήρθε»). [ΕΤΥΜΟΛ. θα < θανά < θε να (με αφομοίωση)… … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
όχι — (μόριο) δηλώνει: α) άρνηση («όχι, δεν παίζω») β) απαγόρευση («όχι, μην πας εκεί») γ. (σε ποιητ. χρήση) όσο και αν, παρ ότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. οὐχί. Το ο έχει προέλθει από συναίρεση τής φρ. ἐγώ οὐχί] … Dictionary of Greek
ωσάν — μόριο, σαν, σαν να … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… … Dictionary of Greek
τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… … Dictionary of Greek